ἁλουργοπωλική

ἁλουργοπωλική
ἁλουργοπωλική
trade of an
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλουργοπωλική — ἁλουργοπωλική, η (ενν. τέχνη) (Α) [ἁλουργοπώλης] το επάγγελμα τού αλουργοπώλη …   Dictionary of Greek

  • αλουργοπώλης — ἁλουργοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλάει πορφύρα, ο πορφυροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + πώλης < πωλῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργοπωλική] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”